- συλλήβδην
- συλλήβδηνcollectivelyindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συλλήβδην — ΝΜΑ επίρρ. συνολικά και χωρίς διάκριση, όλους ή όλα μαζί (α. «τους οδήγησαν συλλήβδην στο τμήμα» β. «βραχεί δὲ μύθῳ πάντα συλλήβδην μάθε», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συλ ληβ τού συλλαμβάνω (πρβλ. σύλληψις) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. συμβά δην)] … Dictionary of Greek
ξυλλήβδην — συλλήβδην , συλλήβδην collectively indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Археология — I. Определение А. и значение для истории. Слово άρχαιολογία употреблено впервые Платоном: περί των γενών, ώ Σώκρατες, των τε ήρώων καί των αθρώπων, καί των κατοικησέων, ώς τό αρχαϊον εκτίσθησαν αί πόλεις, καί συλλήβδην πάσης τής άρχαιολογίας… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
άπειρο — Το ατελείωτο, το απέραντο· το αναρίθμητο· ειδικότερα, το σύμπαν, το διάστημα. (Μαθημ.) Ήδη από την αρχαιότητα, η μαθηματική ανάλυση του α. συνδέεται στενά με τη φιλοσοφική αναζήτηση. Ονομαστά προβλήματα σχετικά με το ά., όπως τα παράδοξα του… … Dictionary of Greek
αρπάγδην — ἁρπάγδην επίρρ. (Α) αρπαχτά, βίαια, εσπευσμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) αρπάγ του ρ. αρπάζω + (επίρρ. κατάλ.) δην πρβλ. άρδην, μίγδην, συλλήβδην, φύρδην κ.ά.] … Dictionary of Greek
ολομέλεια — η (ΑΜ ὁλομέλεια, Α ιων. τ. oὐλομέλεια και οὐλομελίη) [ολομελής] η ύπαρξη όλων τών μελών, το να είναι κάτι άρτιο, η αρτιμέλεια νεοελλ. 1. το σύνολο τών μελών συνεδριάζοντος σώματος («η ολομέλεια τής βουλής») 2. σύνοδος κεντρικού διευθύνοντος… … Dictionary of Greek
ουλομελίη — οὐλομελίη, ἡ (Α) 1. η ολομέλια*, η αρτιμέλεια, η ολότητα τών μελών και, κατ επέκτ., η γενική φύση ενός πράγματος 2. (η δοτ. ως επίρρ.) οὐλομελίῃ (κατά τον Ησύχ.) «καθόλου, συλλήβδην» 3. φρ. «κατὰ οὐλομελίην» γενικώς, συνολικώς … Dictionary of Greek
περιίστημι — ΝΜΑ (μέσ. μόνον στην οριστ. αορ.) περιέστην περιπίπτω περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση, καταντώ (α. «περιέστη σε αδιέξοδο» β. «τὰ πράγματα εἰς ὅπερ νυνὶ περιέστη» σ αυτό το σημείο που έχουν φτάσει τώρα τα πράγματα, Δημοσθ.) μσν. αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
πρόσειμι — (I) ΜΑ [εἶμί] (ως μέλλ. τού προσέρχομαι) (σχετικά με θρησκεία) προσχωρώ, ασπάζομαι αρχ. 1. πορεύομαι, προχωρώ 2. βρίσκομαι κοντά, πλησιάζω («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας», Ηρόδ.) 3. προσεγγίζω, πηγαίνω προς κάποιον («Σωκράτει μὲν οὐκέτι … Dictionary of Greek
συλλέγδην — Μ επίρρ. συλλήβδην, συνολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συλλέγω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην, συλλήβ δην)] … Dictionary of Greek